Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

1.     Να εξηγήσετε τι προβλήματα θα υπάρξουν -αν υπάρξουν-, για την αντίληψη των λογικών θετικιστών και του Popper για την επιστήμη αν γίνει δεκτή η θέση για τη διαμεσολάβηση της παρατήρησης από τη θεωρία (theory- ladenness of observation).

Ο κύκλος της Βιέννης δημιουργήθηκε σε μια προσπάθεια να απαλαχθεί η επιστήμη από διάφορες μεταφυσικές θεωρίες και από προτάσεις που στερούνται νοήματος. Για το λόγο αυτό οι Λογικοί Θετικιστές (ΛΘ) χρησιμοποίησαν εμπειρικά δεδομένα και προσπάθησαν να παράγουν εμπειρικούς νόμους από την παρατήρηση και τη θεωρία, προκειμένου να αντιστοιχήσουν θεωρητικούς όρους με τους παρατηρησιακούς. Όμως αυτό τους οδήγησε στο σολιψισμό, δεδομένου ότι κάθε εμπειρικός έλεγχος αναφέρεται στα ιδιωτικά δεδομένα των αισθήσεων κάθε παρατηρητή. Το παρατηρήσιμο επιπλέον έχει άμεση σχέση με τις δυνατότητες που μας παρέχει η τεχνολογία. Αν μια οντότητα ήταν κάποτε υποθετική, όπως ένα βακτήριο, σήμερα είναι παρατηρήσιμη. Επίσης τα ερωτήματα που θέτουν οι επιστήμονες στη φύση και ειδικότερα εκείνα που μπορούν να απαντηθούν άμεσα, συχνά συμβαδίζουν με το πνεύμα και τις ανάγκες της εποχής τους. Δηλαδή υπάρχει πρόβλημα υποκειμενικότητας και διαχρονικής ισχύος των εμπειρικών δεδομένων.
Ο Hanson διατύπωσε την άποψη ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει καθαρή παρατήρηση. Η παρατήρηση διαμεσολαβείται από τη θεωρία (theory-ladeness). Αν ισχύει το theory-ladeness, τότε δεν μπορούμε να γίνουμε αντικειμενικοί με τα αισθητηριακά δεδομένα μας, όταν ήδη είμαστε προκατειλημένοι από τη θεωρία. Ένα πρόβλημα που προκύπτει για τους ΛΘ είναι ότι η θεωρία υπαγορεύει στους επιστήμονες που να στρέψουν την προσοχή τους. Αν η παρατήρηση επηρεάζεται από τη θεωρία δεν υπάρχει τελικά κριτήριο ελέγχου της θεωρίας. Μάλιστα σύμφωνα με τον Popper οι ίδιες οι θεωρίες υποθάλπτουν συγκαλυμμένες προσδοκίες. Από την άλλη μια μονάχα παρατήρηση που αντιβαίνει τη θεωρία αρκεί για να την καταρίψει.
Επίσης δεν μπορούμε να συγκρίνουμε και να επιλέγουμε ορθολογικά διαφορετικές θεωρίες όταν καθεμία ορίζει διαφορετικές οντότητες για τον κόσμο. Για παράδειγμα ο όρος «μάζα» έχει εντελώς διαφορετική σημασία στη Νευτώνεια φυσική απ’ ότι στη Θεωρία σχετικότητας του Άινσταιν, ή ο όρος «πλανήτης» έχει διαφορετικό νόημα στο γεωκεντρικό σύστημα του Πτολεμαίου απ’ ότι στο ηλιοκεντρικό του Κοπέρνικου.
Ο ισχυρισμός ότι η παρατήρηση διαμεσολαβείται από τη θεωρία δημιουργεί προβλήματα και στη θεωρία διαψευσιμότητας του Popper. Κατ’ αρχάς ο Popper αμφισβητούσε ότι μπορούμε να παρατηρήσουμε χωρίς καμία προκατάληψη ενώ θεωρούσε παράλογη την ιδέα «ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε μόνο από καθαρή παρατήρηση χωρίς τίποτε που να μοιάζει με θεωρία». Δηλαδή φαίνεται να συμφωνεί με τον Hanson και φαινομενικά δεν δημιουργείται πρόβλημα για την αντίληψη του Popper, αν ισχύει το theory-ladeness. Μια θεωρία που μπορεί να διαψευστεί μπορεί να στηρίζεται σε μια πρόταση που είναι theory-laden. Παράδειγμα η θεωρία «όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι», μπορεί να διαψευστεί αν βρεθεί ένας μαύρος κύκνος. Όμως η πρόταση «υπάρχει ένας μαύρος κύκνος» είναι επιφορτισμένη από τη θεωρία. Παρά το γεγονός ότι οι δύο αυτές θεωρίες διαψεύδουν η μία την άλλη, είναι και οι δύο διαψεύσιμες. Επομένως προκύπτουν δύο προβλήματα:
·         Οι παρατηρήσεις μας μπορεί να μην ακυρώνουν μια θεωρία, γιατί είναι συνδεμένες με την ίδια τη θεωρία.
·         Ποιά από τις δύο θεωρίες είναι λάθος αν διαψεύδονται και οι δύο;
Η διάψευση μιας πρότασης ή μιας θεωρίας είναι αβέβαιη. Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ποιά από τις υποθέσεις που συνθέτουν μια θεωρία διαψεύδονται όταν οι προβλέψεις μας με βάση τη θεωρία δεν έχουν επιβεβαιωθεί. Επίσης με τη διαψευσιοκρατική μέθοδο του Popper χρησιμοποιούνται προτάσεις που εκφράζονται από παρατηρησιακά δεδομένα και προβλέπονται από τη θεωρία. Επομένως είναι αβέβαιο αν ακυρώνουν την ίδια τη θεωρία που καλούνται να ελέγξουν.


2.     Ο Τ. SKuhn στο βιβλίο του Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων γράφει:«…οι αλλαγές Παραδειγμάτων όντως οδηγούν τους επιστήμονες να βλέπουν με διαφορετικό τρόπο τον κόσμο της ερευνητικής τους δραστηριότητας. Και αφού η μοναδική τους πρόσβαση σ’ αυτόν τον κόσμο είναι αυτά που βλέπουν και αυτά που κάνουν, μπορούμε να φτάσουμε να πούμε ότι μετά από μια επανάσταση, οι επιστήμονες λειτουργούν σ’ έναν διαφορετικό κόσμο». Εξηγήστε τη θέση αυτή με βάση τις απόψεις του Kuhn και να δείξετε γιατί η θέση αυτή έχει θεωρηθεί προβληματική.

Ο Kuhn θεωρεί ότι κάθε επιστημονικό παράδειγμα είναι εξ ορισμού συντηρητικό, με την έννοια ότι προσπαθεί να διατηρήσει τα γνωσιολογικά και θεσμικά πρότυπα που το χαρακτηρίζουν, εκπαιδεύοντας τους ερευνητές προς τα που θα προσανατολίσουν τη μελέτη της φύσης προς προεπιλεγμένες κατευθύνσεις. Ο νέος επιστήμονας αντιλαμβάνεται και αποδέχεται αυτές τις παραδοχές σαν αυταπόδεικτες αλήθειες, οι οποίες -φυσικά- δεν πρέπει να αμφισβητηθούν. Δεν υπάρχει κάποιο αμιγώς λογικό επιχείρημα ούτε κάποιο αποφασιστικό πείραμα που να επηρεάζει την λήψη της απόφασης υπέρ του ενός ή του άλλου παραδείγματος. Οι λόγοι αυτοί ποικίλουν και μπορεί να είναι η απλότητα, η βολικότητα της λύσης, η εξυπηρέτηση κάποιας κοινωνικής ανάγκης. Όταν το νέο παράδειγμα επικρατήσει, όπως επικρατεί μια πολιτική επανάσταση, επικρατεί νέα περίοδος ηρεμίας και ‘κανονικής επιστήμης’. Το νέο παράδειγμα είναι ασύμμετρο με το προηγούμενο. Εισάγει ένα νέο κοσμοείδωλο, μια νέα γλώσσα, νέα συστήματα μέτρων αξιολόγησης, διαφορετικές (ίσως) μεταφυσικές αρχές, και γενικά βλέπει και περιγράφει τον κόσμο διαφορετικά. Η επιλογή μεταξύ διαφορετικών παραδειγμάτων «αποδεικνύεται επιλογή μεταξύ ασύμβατων τρόπων ζωής της κοινότητας». Η μελέτη του γιατί οι επιστήμονες αλλάζουν παράδειγμα είναι θέμα ομαδικής ψυχολογίας και κοινωνιολογίας.
Η θέση ότι μετά την αλλαγή παραδείγματος μπορεί να εργάζονται σε διαφορετικούς κόσμους είναι προβληματική και έγινε αφορμή κριτικής στον Kuhn. Η άποψη του Kuhn μπορεί να δημιουργήσει το έδαφος στον ιδεαλισμό, στο σκεπτικισμό, στο σχετικισμό ή την οπισθοδρόμηση στην επιστήμη.
Ο φόβος του ιδεαλισμού ή της κατασκευασιοκρατίας, ο φόβος δηλαδή ότι ο κόσμος όχι μόνο μπορεί να παίρνει μορφή με βάση τις ιδέες, τις έννοιες, τις θεωρίες και τις παραδόσεις μας αλλά μπορεί να παράγεται από αυτές. Ο πραγματικός κόσμος, ο ανεξάρτητος από εμάς, υποχωρεί και χάνεται στην άγνοια. Οι πρακτικές μας, οι έννοιες και οι θεωρίες μας, συνθέτουν έναν ιστό που μας περιβάλλει και περιορίζει την οπτική μας. Έξω από αυτόν ένα χάσμα μας χωρίζει από έναν εικαζόμενο, ανεξάρτητο από εμάς, κόσμο.
Αναδύεται έτσι ο φόβος του σκεπτικισμού: Μπορούμε να αντιληφθούμε και να γνωρίσουμε μόνο αυτά για τα οποία μας έχουν ήδη προετοιμάσει οι έννοιες και οι θεωρίες μας. Δεν μπορούμε να υπερβούμε το χάσμα και να γνωρίσουμε τον κόσμο καθεαυτόν, ανεξάρτητα από τις έννοιες και τις θεωρίες μας. Οι προτάσεις της φυσικής επιστήμης που δεν είναι επιστημονικά θεμελιωμένες, σύμφωνα με το σκεπτικισμό είναι τυφλές και συνηθισμένες προσδοκίες.
Υπάρχει ο φόβος του σχετικισμού, ότι δεν υπάρχει τίποτε αντικειμενικό που να μπορεί να διευθετήσει τις μεγάλες διαφορές στις επιστημονικές θεωρίες και τις μεγάλες διαφορές στην αντίληψη. Όταν ακόμη και τα δεδομένα των αισθήσεων, που λειτουργούν ως το έσχατο πεδίο δικαιολόγησης, είναι διαποτισμένα από τις θεωρίες τις οποίες καλούνται να ελέγξουν και να δικαιολογήσουν, τότε δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τίποτε. Ο καθένας μπορεί να ισχυρίζεται πως ό,τι του φαίνεται αληθές, είναι αληθές.
Τέλος υπάρχει ο φόβος της οπισθοδρόμησης της επιστήμης. Κάθε κίνημα (στην επιστήμη, την τέχνη ή ακόμα και την πολιτική) δεν είναι απαραίτητα προοδευτικό. Μπορεί να είναι και αντιδραστικό. O Lakatos υποστήριξε ότι η θέση του Kuhn για την αλλαγή παραδείγματος καθιστά αδύνατη την διάκριση μεταξύ επιστημονικής προόδου και οπισθοδρόμησης και πρότεινε ότι η επιστημονική αλλαγή είναι το αποτέλεσμα ανταγωνισμού αντίπαλων επιστημονικών προγραμμάτων.

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: ΤΕΛΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: ΤΕΛΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ



ΟΜΑΔΑ:  Δημήτρης Παπαματθαιάκης,
                   Νίκη Ράπτη,
                   Ιωάννα Στεργιοπούλου,
                   Γιώτα Τάτσιου  
Σχολείο: ΖΥΜΩΣΗ

Το αρχικό Α.Π. που παρουσιάσαμε  (1ο επίπεδο σχεδιασμού) διαμορφώθηκε μετά από πολλές  ¨ζυμώσεις¨  στο τελικό επίπεδο σχεδιασμού και μπορεί πια να υλοποιηθεί από τους εκπαιδευτικούς του σχολείου μας.  Οι αλλαγές που έπρεπε να γίνουν προέκυψαν από επισημάνσεις του έμπειρου καθηγητή χημείας που μελέτησε το 1ο επίπεδο και από την συζήτηση κατά την παρουσίαση του σχεδίου μαθήματος από τις άλλες ομάδες.  Φάνηκαν έτσι κάποιες πρακτικές δυσκολίες για την εφαρμογή του αναλυτικού προγράμματος τις οποίες και επισημαίνουμε με κίτρινο χρώμα και κόκκινο χρώμα.
Τι πιστεύουμε ότι κερδίσαμε-Τι αποκομίσαμε:
1) Αρχικά σκεφτήκαμε πολύ πάνω στο γιατί χημεία και ποια χημεία που εξηγήσαμε στο 1ο επίπεδο σχεδιασμού.  Όμως και τώρα μετά από τις ζυμώσεις που προαναφέραμε και τα επιπλέον μαθήματα που παρακολουθήσαμε έχουμε να συμπληρώσουμε τα εξής:
Η χημεία ως μάθημα θέλουμε να μείνει ¨διακριτό¨ μάθημα του αναλυτικού προγράμματος του σχολείου μας, γιατί εφοδιάζει τους μαθητές μας με γνώσεις και δεξιότητες που πολύ εύκολα θα χρησιμοποιήσουν στη ζωή τους και θα μπορέσουν να κάνουν «μεταφορά»  της γνώσης τους σε πολλές περιπτώσεις.  Είναι ένα μάθημα πλούσιο σε παραδείγματα  με  έννοιες , που εύκολα ταξινομούνται, ιεραρχούνται και γενικεύονται σε νόμους και αρχές, εύκολα αναπαριστώνται μέσα από πειράματα (χειρωνακτικά) και εικόνες και σχηματοποιούνται με συμβολικό τρόπο (χημικά σύμβολα) μπορεί να βοηθήσει τους μαθητές να αποκτήσουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και να κατανοήσουν τον τρόπο που μπορεί κανείς να πετύχει τη γνώση και το μετασχηματισμό της σε κριτική σκέψη και ικανότητα επίλυσης προβλημάτων.
Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι στη χημεία ο άνθρωπος
« επιλέγει » υλικά  (από τη φύση),
« συγκρατεί » όσα θέλει (διαχωρίζοντας τα μείγματα κλπ),
« τα μετασχηματίζει  σε χρήσιμα προϊόντα » ( χημικές αντιδράσεις  - χημική βιομηχανία )
« τα ελέγχει » ( ποιοτικός έλεγχος ).
Μήπως αυτή η διαδικασία δεν είναι εντελώς ανάλογη με αυτή που κατά τον Bruner μαθαίνει ο άνθρωπος;
Απλά δεν ξεχνάμε ότι δανειζόμαστε τα κοινά στοιχεία από όμορα μαθήματα ( φυσική – βιολογία ) για να πετύχουμε μια πιο σφαιρική μελέτη των φαινομένων και να μην έχουμε επικαλύψεις στο πρόγραμμα των παιδιών ( διεπιστημονικότητα )

2)  Μετά προσπαθήσαμε να μοιράσουμε το χρόνο ώστε να χωρέσουμε όλα όσα θέλαμε. Σχεδιάσαμε δηλαδή το πώς. Και στο αρχικό και στο τελικό επίπεδο δίνουμε σημασία στις δραστηριότητες και στις στρατηγικές διδασκαλίας, μέσα από τα σχέδια μαθήματος που μας ζητήθηκε να σκεφτούμε. Μένουμε και επιμένουμε στην ανάγκη οι διδακτικοί και μαθησιακοί στόχοι να είναι λίγοι ανά μάθημα (δύο το πολύ), τα παιδιά να μαθαίνουν πολλά χωρίς να βαριούνται συμμετέχοντας σε δραστηριότητες (καθοδηγούμενη διερεύνηση και φθίνουσα καθοδήγηση και ομαδοσυνεργατική διδασκαλία ) με χρήση και αξιοποίηση σχολικού βιβλίου, ηλεκτρονικού υπολογιστή και εργαστηρίου. Θα προσπαθούμε σε κάθε μάθημα οι μαθητές να μπορούν να διατυπώνουν ορισμούς – να εξάγουν συμπεράσματα (επαγωγή – παρορισμός) μέσα από κάποια εργασία. Οι εργασίες να ανατροφοδοτούν το μάθημα και να ενισχύονται μέσα από έπαινο και παρουσιάσεις στο υπόλοιπο σχολείο. Η μάθηση να ελέγχεται και να αξιολογείται ως διαδικασία ανάδρασης της διδασκαλίας.
Θεωρούμε ότι όλα αυτά είναι ένα δύσκολο και απαιτητικό πρόγραμμα, αλλά το δικαιούνται και οι εκπαιδευτικοί χημικοί και οι μαθητές τους. Αλλιώς δε χρειάζεται το μάθημα ...


Γιατί Χημεία;

Δύσκολα θα βρεί κανείς έναν άνθρωπο που δεν ενδιαφέρεται έστω και ελάχιστα γύρω από τα πράγματα που τον περιβάλλουν. Αυτό ακριβώς κάνει η Χημεία. Εξετάζει τα πράγματα που μας περιβάλλουν, από τι είναι φτιαγμένα και τι αλλαγές τους συμβαίνουν. Ποιά πράγματα; Τα πάντα! Ας ρίξουμε μια ματιά γύρω μας. Ότι βλέπουμε – ακόμα και πολλά πράγματα που δεν μπορούμε να δούμε – έχουν να κάνουν με την επιστήμη της χημείας.

Ας αρχίσουμε με τον εαυτό μας. Ο αέρας που αναπνέουμε είναι μίγμα χημικών ουσιών και η διιαδικασία της αναπνοής είναι μια χημική αντίδραση. Τα φαγητά που τρώμε είναι όλα χημικά προϊόντα. Ο λόγος που το σώμα μας αποτελείται από μύες, κόκκαλα, νεύρα και κύτταρα είναι ένα από τα μεγαλύτερα χημικά μυστήρια. Τα ρούχα που φοράμε, τα βιβλία που διαβάζουμε, τα φάρμακα που παίρνουμε, το σπίτι που ζούμε είναι προϊόντα της χημείας. Το ίδιο και το αυτοκίνητό μας: το μέταλλο από το οποίο αποτελείται, τα λάστιχα που έχουν οι ρόδες του, η βενζίνη με την οποία κινείται.
Η ίδια η φύση είναι ένα τεράστιο χημικό εργαστήριο. Τα πάντα στη φύση βασίζονται σε έναν αέναο κύκλο χημικών αντιδράσεων. Στη γη τα ζώα και τα φυτά μεγαλώνουν, πεθαίνουν και αποσυντίθενται. Τα βράχια θρυμματίζονται και διαβρώνονται κάτω από την επίδραση της δύναμης του αέρα και της θάλασσας. Στο σύμπαν άλλα αστέρια γεννιούνται και άλλα σβήνουν. Ο ήλιος που μας παρέχει φως, ζεστασιά και ενέργια είναι ένας πυρακτωμένος φούρνος χημικών διαδικασιών που τελικά θα κάψει τον εαυτό του μετά από δισεκαττομύρια χρόνια.
Η χημεία είναι μια από τις επιστήμες που βελτίωσε τη ζωή του ανθρώπου. Η σωστή χρήση της χημείας παρέχει τα εργαλεία: στους αγρότες ώστε να παράγουν τρόφιμα στον διαρκώς αυξανόμενο πληθυσμό, στους μηχανικούς ώστε να κατασκευάζουν διαρκώς νέα μέσα μεταφοράς και επικοινωνίας που θα φέρουν τον κόσμο πιο κοντά, στους γιατρούς ώστε να θεραπεύουν ασθένειες, στις βιομηχανίες ώστε να παράγουν περισσότερα αγαθά και πλούτο για όλους.
Τα τελευταία χρόνια οι επιστήμονες κατάφεραν να διεισδύσουν στα πιο καλά κρυμμένα μυστικά των ουσιών και άρχισαν να χρησιμοποιούν τις τρομακτικές δυνάμεις που κρύβονται μέσα τους. Αυτές οι ατομικές δυνάμεις ανοίγουν έναν ορίζοντα εκπληκτικών εφαρμογών για το μέλλον. Θα ζήσουμε σε έναν κόσμο στον οποίο η χημεία θα γίνεται όλο και περισσότερο σημαντική. Για να τον καταλάβουμε θα χρειαστούμε τις αλήθειες και τους νόμους στους οποίους βασίζεται η σύγχρονη χημεία και θα μάθουμε πως οι χημικοί στο παρελθόν τους ανακάλυψαν.
O κοινός άνθρωπος μιας σύγχρονης κοινωνίας εκτελεί έναν ή περισσότερους από τους παρακάτω ρόλους: εργαζόμενου, καταναλωτή, πολίτη που αποφασίζει, ατόμου που αξιοποιεί τον ελεύθερο χρόνο του. Σε όλες τις περιπτώσεις απαιτείται βασική τεχνολογική μόρφωση, ανεξάρτητα από επαγγελματικές επιλογές. Όπως απαιτούνται στα πλαίσια της γενικής εκπαίδευσης γνώσεις μαθηματικών, φυσικής, χημείας, γλώσσας, κλπ. απαιτούνται κατά τον ίδιο τρόπο τεχνολογικές γνώσεις. Ο σύγχρονος αναλφάβητος είναι ο τεχνολογικά αναλφάβητος. Γι’ αυτό θα συνδέσουμε τη χημεία με την τεχνολογία και θα γνωρίσουμε ορισμένες εφαρμογές της.





ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΚΟΡΜΟΥ

1. Αυτογνωσία και αυτοεκτίμηση
• Γνωριμία και αποδοχή του εαυτού μας • Το αίσθημα της ισορροπίας • Το χτίσιμο της αυτοπεποίθησης • Τι είναι η υπερβολική αυτοπεποίθηση, η υπερηφάνια και η χαμηλή αυτοπεποίθηση • Τι είναι η ψευδαίσθηση • Πώς μπορούμε να ζήσουμε αυθεντικά

2. Τεχνολογία
• Συγκόλληση • Επιμετάλλωση • Επεξεργασία δερμάτων • Βαφές υφασμάτων • Επεξεργασία τροφίμων • Κόλες • Αφαίρεση Λεκέδων

3. Σωματική έκφραση
• Τι ακριβώς συμβαίνει στο σώμα μας • ποια είναι τα μηνύματα που μας στέλνει το σώμα μας • τι είναι αυτό που χρειάζεται να αλλάξει • πώς η κίνηση μας αποκαλύπτει στοιχεία για τη ζωή μας • πώς μπορεί η κίνηση μας να μας βοηθήσει στον τρόπο που διαχειριζόμαστε ότι μας ενοχλεί • Το ανθρώπινο φύλο • Ήβη • Εφηβική εγκυμοσύνη • Αντισύλληψη • Σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα
Τι ακριβώς θα κάνουμε: Θα συνθέσουμε στοιχεία από το χορό, το σωματικό θέατρο. Εστίαση σε αυτοσχεδιασμούς ατομικούς, σε ζεύγη και σε ομάδα

4. Γλώσσα και λογοτεχνία
• Γλώσσες που μιλιούνται στην Ελλάδα • ελληνική λογοτεχνία • παγκόσμια λογοτεχνία

5. Συλλογικές δράσεις
• Πως να κάνουμε μια συνέλευση Πως να κάνουμε μια εφημερίδα Πως να κάνουμε μια έρευνα • Πως να καλλιέργήσουμε έναν κήπο

6. Αγωγή Πολίτη
• Γνωρίζω τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μου • Διακύρηξη ανθρωπίνων δικαιωμάτων • Δημαγωγία • Λαϊκισμός

7. Μαθηματικά
• Μονάδες • Υπολογισμοί • Συστήματα • Οπτικοποιημένα μαθηματικά • Σχήματα

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ

1. Ξένη Γλώσσα
-Αγγλικά/Γαλλικά/Γερμανικά

2. Τέχνες
Α. Θεατρικό παιχνίδι - Θεατρική δράση:
Θεατρικό παιχνίδι, παντομίμα, αυτοσχεδιασμός, δραματοποίηση. Έτσι, οι συμμετέχοντες αποκτούν την απαιτούμενη εμπειρία στη στοχοθεσιακή ανάλυση και τη μεθοδολογική οργάνωση της θεατρικής δράσης στο σχολείο.
Β. Μουσικοκινητικά συστήματα:
Οι ήχοι και η μουσική, μέσα από εξειδικευμένες δραστηριότητες, αξιοποιούνται ως εκφραστικά και επικοινωνιακά μέσα, αλλά και ως μέσα προσέγγισης της διδασκόμενης γνώσης στο σχολείο. Οι συμμετέχοντες καταρτίζονται σχετικά με το πνεύμα δράσης και τις μεθόδους διδακτικής αξιοποίησης των δραστηριοτήτων μουσικοκινητικής.
Γ. Αφήγηση παραμυθιού - Μυθοπλασία:
Κατά την αφήγηση παραμυθιού επιτυγχάνεται η ενεργοποίηση του συνόλου των μέσων έκφρασης (θεατρικών, σωματικών, ηχητικών, εικαστικών). Κατά τη διαδικασία, επιδιώκεται η παρέμβαση στην πλοκή του μύθου και η επιδεξιότητα στη μυθοπλασία.
Δ. Στοιχεία υποκριτικής:
Ασκήσεις και δραστηριότητες φαντασίας, δημιουργικότητας, σκηνικού λόγου, σωματικής και φωνητικής ενέργειας, επικοινωνίας, συνεργασίας, έκθεσης σε κοινό κ.α. εμπεριέχονται στην ύλη του σεμιναρίου, με σκοπό ο κάθε εκπαιδευτικός - εμψυχωτής να εξασκήσει τα εκφραστικά του μέσα και να αποκτήσει χρήσιμα εργαλεία για τη διδακτική διαδικασία.
Ε. Σχέδιο και ζωγραφική
Ζ. Γλυπτική
Η. Σινεμά και τηλεόραση

Δραστηριότητες στα παιδαγωγικά (ΙΙΙ)

Σχεδιάστε με σαφήνεια διδακτικούς στόχους που να καθιστούν τους μαθητές ικανούς να κινούνται στο εργαστήριο Φ.Ε. με ασφάλεια.

Οι διδακτικοί στόχοι περιγράφουν με ακρίβεια τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της διαδικασίας διδασκαλία-μάθηση, με τρόπο σαφή και ελέγξιμο ώστε να αποτιμηθεί ο βαθμός στον οποίο επιτυγχάνονται. Σύμφωνα με τον Mager ένας στόχος είναι ολοκληρωμένος όταν περιγράφει την αναμενόνη επίδοση. Ένας από τους πιο διαδεδομένους τρόπους σχεδιασμού και ταξινόμησης διδακτικών στόχων είναι η "Ταξινομία των Γνωστικών Στόχων" του Bloom, που περιέχει έναν κατάλογο από γνωστικούς στόχους. Ο Romiszowski πρότεινε να εκγαταλειφθεί η τεχνική κλίμακα Bloom και να αντικατασταθεί από ένα φάσμα δεξιοτήτων και στόχων. Διέκρινε δύο γενικές κατηγορίες στόχων: την αναπαραγωγική και την παραγωγική μορφή. Η πρώτη περιγράφει βασικούς στόχους και την εφαρμογή σε γνωστές καταστάσεις και η δεύτερη αφορά προωθημένους στόχους και την εφαρμογή αρχών και στρατηγικών. Αυτές συνδυάζονται με τις γνωστικές, ψυχοκινητικές και συναισθηματικές δεξιότητες σε ένα διάγραμμα. Εδώ παρουσιάζεται ένα διάγραμμα με διδακτικούς στόχους την ασφάλεια των μαθητών στο εργαστήριο.

Προκειμένου οι μαθητές να κινούνται με ασφάλεια στο εργαστήριο είναι ανάγκη:
ΣΤΟΧΟΙ
ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ
ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Γνωστικοί
- Να εισέρχονται στο εργαστήριο μόνο με την παρουσία του υπευθύνου καθηγητή
- Να γνωρίζουν στο εργαστήριο τους κανόνες και τις οδηγίες ασφαλείας και υγιεινής
- Να χρησιμοποιούν μέτρα ατομικής προστασίας (ποδιές, γάντια, γυαλιά προστασίας, κλπ) όταν τους υποδεικνύεται
- Να μην καταναλώνουν τρόφιμα, ποτά, αναψυκτικά, κλπ στο εργαστήριο
- Να χρησιμοποιούν τις απαραίτητες ποσότητες αντιδραστηρίων χωρίς σπατάλες
- Να αναγνωρίζουν τα διακριτικά κινδύνου (διάβρωση, τοξικό, εύφλεκτο)
- Να αναλαμβάνουν σε κάθε ομάδα αριθμημένη θέση πάντοτε στον ίδιο πάγκο εργασίας
- Να χρησιμοποιούν τις οργανοθήκες, τα ερμάρια, το νιπτήρα όπως αυτά έχουν καταχωρηθεί στο πλάνο του εργαστηρίου και χρησιμοποιούν μόνο τα όργανα, τις συσκευές, τα υλικά κλπ, που έχουν χρεωθεί στην ομάδα
- Οι μαθητές της κάθε ομάδας πριν αρχίσουν την εκτέλεση μιας άσκησης καλούν τον υπεύθυνο καθηγητή να ελέγξει αν η πειραματική διάταξη έχει συναρμολογηθεί σωστά. Ειδικά δεν τροφοδοτούν τα ηλεκτρικά κυκλώματα με ρεύμα χωρίς την άδεια του καθηγητή

- Δεν θα πρέπει να εργάζεται στο εργαστήριο ένας μαθητής μόνος
- Να αφήνουν εκτεθειμένα τα μακριά μαλλιά και τα ρούχα τους
- Να μην χρησιμοποιούν αντιδραστήρια από συσκευασίες που δεν αναγρέφεται τι περιέχουν
- Πριν και μετά το τέλος κάθε εργαστηριακής άσκησης να πλένουν τα χέρια τους
- Να αναφέρεται αμέσως στον υπεύθυνο καθηγητή κάθε τυχαία ρύπανση ή διαφυγή υλικών όπως και το σπάσιμο γυαλικών για να αντιμετωπίζεται άμεσα με εξουδετέρωση και καθαρισμό
- Να μετακινούνται προσεχτικά στο χώρο του εργαστηρίου

- Στο τέλος κάθε  εργαστηριακής άσκησης οι μαθητές της κάθε ομάδας, πριν φύγουν από το εργαστήριο, ελέγχουν κατά τρόπο ώστε να εξασφαλιστεί ότι:
Τα αντιδραστήρια, τα υλικά, τα εργαλεία, τα όργανα και οι συσκευές είναι στη θέση τους.
Οι ηλεκτρικές συσκευές, θερμαντικές πλάκες, λύχνοι υγραερίου και οινοπνεύματος είναι εκτός λειτουργίας.

Ψυχοκινητικοί
- Οι μεταγγίσεις και οι αραιώσεις των ισχυρών οξέων ή των βάσεων να γίνονται με μεγάλη προσοχή στον απαγωγό
- Απαγορεύεται οι σιφωνισμοί να γίνονται με το στόμα αλλά μόνο με τη χρήση πουάρ
- Να διατηρείται ο χώρος του εργαστηρίου καθαρός και στεγνός
- Να καθαρίζονται αμέσως μετά τη χρήση τους τα όργανα, τα γυαλικά, τα σιφώνια, που χρησιμοποιήθηκαν και να τοποθετούνται στην αρχική θέση τους
- Να επιστρέφονται  στον καθηγητή  ή να τοποθετούνται στα ειδικά ντουλάπια τα αντιδραστήρια αμέσως μετά από κάθε χρήση
- Να χρησιμοποιούν τα όργανα μέτρησης με προσοχή

- Η αραίωση των οξέων ή των βάσεων γίνεται με την προσθήκη τους σιγά-σιγά στο νερό και ποτέ αντίστροφα
- Να χειρίζονται ευφλεκτα υλικά και πειράματα με επικίνδυνα αέρια στον απαγωγό
- Να μην δοκιμάζουν ή να μυρίζουν τα αντιδραστήρια οι μαθητές
- Να φροντίζουν οι πάγκοι να αφήνονται πάντα καθαροί και τακτοποιημένοι μετά το τέλος του πειράματος
- Επίσης οι συσκευές αποσυναρμολογούνται και τα όργανα τοποθετούνται στην αρχική τους θέση. 


Συναισθηματικοί
- Οι μαθητές μαθαίνουν να εργάζονται σε ομάδες και σε κάθε μέλος έχει ανατεθεί από μια εργασία από τον υπεύθυνο καθηγητή
- Να μπορούν να προσφέρουν πρώτες βοήθειες
- Μετά το τέλος της άσκησης:
Να απομακρύνουν τα απορρίματα και  τα δοχεία απορριμμάτων είναι άδεια και καθαρά. Ο πάγκος που εργάστηκαν είναι καθαρός και τακτοποιημένος, ώστε οι επόμενες ομάδες να τα βρούν καθαρά και τακτοποιημένα
- Να αναπτύσσουν αίσθημα κοινής ευθύνης και να ενδιαφέρονται για την ασφάλεια και των υπολοίπων στην ομάδα τους
- Να νοιάζονται και να προλαμβάνουν τα ατυχήματα
- Να συνειδητοποιούν ότι το εργαστήριο  είναι χώρος υπεύθυνης εργασίας και όχι παιγνιδιού



Δραστηριότητες στα παιδαγωγικά (ΙΙ)

Στον σύλλογο διδασκόντων οι καθηγητές λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με δύο θέματα: (α) την υποστήριξη των αδύνατων μαθητών, (β) τον χειρισμό μιας πιθανής κατάληψης του σχολείου. Κατά την άποψή σας, επί τη βάσει ποιων κριτηρίων πρέπει να διαμορφώσουν τις αποφάσεις τους; Μπορεί να διαφοροποιούνται τα κριτήρια στα δύο θέματα. Να λάβετε υπόψη σας την τήρηση ανοικτού κλίματος, καθώς και τον ρόλο του συλλόγου διδασκόντων (ΠΔ 1340/2002).

Το ΠΔ 1340/2002 ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των εμπλεκομένων στην εκπαίδευση και έχει ως στόχο την αποτελεσματική λειτουργία των σχολείων. Το έργο των εκπαιδευτικών αφορά κυρίως τον ψυχοπαιδαγωγικό, αξιακό και ψυχοκινητικό τομέα. Για να ασκήσουν το έργο τους αποτελεσματικά οι εκπαιδευτικοί συνεργάζονται με το διευθυντή, το σύλλογο των καθηγητών, τους γονείς και τους μαθητές1. Ο ρόλος του διευθυντή είναι κυρίως αυτός του καθοδηγητή και συντονιστή των συμβουλίων και του συνδιοικητή της σχολικής μονάδας με την αρωγή του συλλόγου διδασκόντων. Στο διευθυντή οφείλεται και το είδος του σχολικού κλίματος2.
Ανοιχτό σχολικό κλίμα σε μια μονάδα υπάρχει όταν διευθυντής και σύλλογος διδασκόντων διαμορφώνουν σε πνεύμα συναδελφικότητας, προγραμματίζουν και υλοποιούν καινοτόμες δράσεις. Στο ανοιχτό σχολικό κλίμα ο διευθυντής σέβεται τις πρωτοβουλίες, είναι υποστηρικτικός, δημοκρατικός, δεν περιορίζει ή κατευθύνει τους εκπαιδευτικούς με διαταγές και δεν επεμβαίνει στο έργο τους. Έτσι το κλίμα γίνεται δημιουργικό και μπαίνουν οι βάσεις για ένα παραγωγικό σχολείο3. Όταν συνεδριάζει ο σύλλογος στο ανοιχτό σχολικό κλίμα όλοι έχουν το δικαίωμα να εκφράζουν τη γνώμη τους. Οι τοποθετήσεις γίνονται στο επίπεδο των παιδαγωγικών απόψεων των συναδέλφων. Στο τέλος κάθε συνεδρίασης υπάρχει απόφαση με βάση την πλειοψηφία, την ομοφωνία ή την ατομική πρωτοβουλία. Η αποτελεσματικότητα στη λειτουργία του σχολείου κρίνεται στο βαθμό που ικανοποιούνται χαρακτηριστικά του σχολικού κλίματος όπως η κανοτομία, η ποιότητα, η συλλογική στόχευση και η ύπαρξη ταυτότητας4, στα πλαίσια αυτοαξιολόγησης της μονάδας.
Οι αποφάσεις στο σύλλογο διδασκόντων για θέματα όπως η στήριξη των αδύνατων μαθητών και των «αδύνατων» στη συμπεριφορά μαθητών, αφορούν τις κινήσεις των καθηγητών ή του διευθυντή προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Ο σύλλογος οφείλει να απαντήσει αρχικά σε ποιό βαθμό είναι δυνατό να βοηθηθούν οι αδύνατοι μαθητές ανάλογα με τις ανάγκες τους και τους στόχους που θα τεθούν. Για παράδειγμα μερικά από τα χαρακτηριστικά των αδύναμων μαθητών είναι η έλλειψη ενδιαφέροντος και αυτοπεποίθησης. Επομένως η συζήτηση στο σύλλογο μπορεί να γίνει γύρω από το πως θα τραβήξουν το ενδιαφέρον των μαθητών και πως μπορούν να ανακτήσουν οι μαθητές την αυτοπεποίθησή τους. Αυτή η συζήτηση αφορά τα παρακάτω:
·        τη βιωματική μάθηση, με σκοπό την ικανοποίηση και άλλων αναγκών του μαθητή πέρα από τις γνωστικές
·        λειτουργία τμημάτων ένταξης, εξατομικευμένα προγράμματα
·        το σύστημα προαγωγής στις επόμενες τάξεις

Πολλοί μαθητές πιστεύουν ότι το αντικείμενο της διδασκαλίας σε αρκετά μαθήματα είναι αποκομένο από την πραγματικότητα που βιώνουν και τις ανάγκες τους. Συχνά πλήτουν στην τάξη με αποτέλεσμα η επιθυμία τους για γνώση να μετατρέπεται σε εξαναγκασμό. Οι μαθητές αποξενώνονται ή δεν αναπτύσσουν τις ικανότητές τους με τις γνωστές συνέπειες (κακή απόδοση, κακή βαθμολογία). Η ανάπτυξη ενός θέματος μπορεί εναλλακτικά με τη μέθοδο project να εξασκεί τους μαθητές στο «πώς να μαθαίνουν» και να αναλαμβάνουν ευθύνες ατομικές και ομαδικές για την επίτευξη των στόχων, με σκοπό η μάθηση να είναι βιωματική. Η «μάθηση μέσω της εμπειρίας» συνεπάγεται την ενεργό συμμετοχή των μαθητών σε δραστηριότητες όπως η έρευνα, η παρατήρηση, οι συνεντεύξεις, οι προσομοιώσεις, οι δημιουργικές συνθέσεις5. Από την πρώτη στιγμή ο μαθητής παίρνει μια σφαιρική εικόνα γύρω από τη γνώση που πρόκειται να αποκτήσει και μπορεί να τη συνδέει με την πραγματικότητα.  Ο ρόλος του δασκάλου δεν είναι κεντρικός, αλλά καθοδηγητικός – συμβουλευτικός, με παρεμβάσεις που γίνονται μόνον όταν το απαιτούν οι μαθητές. Το κέντρο βάρους στον τρόπο αυτό μετατίθεται από το δάσκαλο στους μαθητές, από την ατομική στη συλλογική μορφή εργασίας. Είναι μια ανοικτή διαδικασία μάθησης, που τα όρια και οι διαδικασίες της δεν είναι αυστηρά καθορισμένα.
Ένα δεύτερο σημείο που εξετάζεται στο σύλλογο είναι τα εξατομικευμένα προγράμματα παρέμβασης για κάθε μαθητή που τα έχει ανάγκη στα πλαίσια του προγράμματος αντισταθμιστικής αγωγής. Μπορούν να ιδρυθούν τάξεις υποδοχής για αλλοδαπούς μαθητές, τμήματα ένταξης ή φροντιστηριακά τμήματα, όπως αυτά της ενισχυτικής διδασκαλίας. Η παραπομπή των μαθητών στα τμήματα αυτά στη βάση της δεν πρέπει να λειτουργεί διαχωριστικά και για το λόγο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία η αρμονική συνεργασία των μελών της σχολικής κοινότητας και της οικογένειας. Είναι επομένως απαραίτητο να αναδεικνύεται κυρίως στους μαθητές ο υποστηρικτικός ρόλος αυτών των τμημάτων και οι μαθητές να επανέρχονται στις τάξεις τους όταν βελτιωθεί η απόδοσή τους. Στα καθήκοντα του εκπαιδευτικού να περιλαμβάνεται κάθε ζήτημα που αφορά τη σχεδίαση υποστηρικτικού προγράμματος του αδύνατου μαθητή, με βάση τις ανάγκες του, καθώς και τη διαμορφωτική και τελική αξιολόγησή του.
Πολλοί καθηγητές πιστεύουν πως ένας τρόπος να υποδείξουν στο μαθητή ότι είναι αδύνατος είναι να τον αφήσουν στην ίδια τάξη. Υποστηρίζουν ότι το παιδί τότε θα προσπαθήσει περισσότερο να αποκτήσει τη γνώση που απαιτείται για να προχωρήσει στις επόμενες τάξεις. Το αποτέλεσμα όμως είναι ότι σπρώχνει το μαθητή να κάνει ιδιαίτερα. Το πρόβλημα παραμένει και απλά μεταβιβάζεται. Είναι επομένως προτιμότερο να συζητήσει με το μαθητή για τις αιτίες και τις συνέπειες της κακής του απόδοσης και να αναζητήσουν λύση που δεν θα αναγκάζει το μαθητή να παρακολουθεί ξανά την ίδια τάξη.
Από την άλλη πλευρά αν ένας μαθητής απλώς παίρνει τη βάση για να περνάει τις τάξεις δεν βλέπει τις πραγματικές του δυνατότητες. Αυτό το φαινόμενο παρατηρείται συχνά στα ελληνικά σχολεία. Οι καθηγητές βρίσκονται στο δίλημα: είτε θα υποχρεώσουν τους μαθητές να χάσουν ένα χρόνο από τη ζωή τους και θα τους οδηγήσουν στα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα μαθήματα ή θα τους βαθμολογήσουν πάνω από τη βάση και οι μαθητές δεν θα αποκτήσουν πραγματική εικόνα των επιδόσεών τους. Πρόκειται για μια αδυναμία του συστήματος προαγωγής στην επόμενη τάξη. Επομένως μπορεί να συζητηθεί αν για παράδειγμα ο μαθητής ναι μεν περνάει τις τάξεις αλλά με τον πραγματικό βαθμό ακόμα και αν αυτός είναι κάτω από τη βάση. Παράλληλα να λειτουργεί μια συμβουλευτική ομάδα που θα ενημερώνει το μαθητή για τις δυσκολίες που θα παρουσιάζονται στο μέλλον εξαιτίας των ελλείψεων από προηγούμενη γνώση. Τέτοιες καινοτόμες αποφάσεις δεν μπορούν να λαμβάνονται φυσικά χωρίς νομοθετική υποστήριξη, γι’ αυτό πρέπει να ενημερώνεται και η προϊστάμενη διοίκηση, αρμόδια για αυτό το θέμα. Ο σύλλογος μπορεί να εισηγηθεί στο υπουργείο τη λειτουργία έστω και σε πειραματικό στάδιο αυτού του συστήματος. Η προσπάθεια στοχεύει στην κινητοποίηση του ενδιαφέροντος του μαθητή να αναλάβει την προσωπική του ευθύνη, χωρίς να τον αναγκάζει να παρακολουθεί την ίδια τάξη ή να του δίνει ψεύτικες εντυπώσεις για τον εαυτό του.


Οι καταλήψεις είναι ένα «εθιμοτυπικό», περιοδικό φαινόμενο για το οποίο οι εκπαιδευτικοί σύλλογοι καλούνται κάθε χρόνο να δώσουν λύση. Το πρόβλημα φαίνεται αδύνατο να λυθεί όχι γιατί λείπουν η βούληση ή οι ικανότητες, αλλά γιατί αφενός δεν εμπίπτει στο θεσμικό ρόλο των καθηγητών αφετέρου δεν το επιτρέπει η ιδιότητά τους και η σχέση τους με τους μαθητές. Μια σχέση που στηρίζεται στον αλληλοσεβασμό και την εμπιστοσύνη, που δοκιμάζεται καθημερινά και είναι ιδιαίτερα εύθραυστη.
Ορισμένοι σύλλογοι αποφασίζουν να λειτουργήσουν «πυροσβεστικά» και έρχονται σε ένα συμβιβασμό με τους μαθητές ώστε να εκτονωθεί η κατάσταση. Η κατάληψη κρατάει μια βδομάδα και μετά συνεχίζονται τα μαθήματα. Συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις οι καθηγητές, σε σχολεία ανοιχτού κλίματος, ενημερώνουν τους μαθητές ότι η κατάληψη θα έχει επιπτώσεις. Οι γονείς με τη σειρά τους συχνά μαλώνουν τους μαθητές, οι οποίοι είναι αποφασισμένοι να προχωρήσουν στην κατάληψη. Η κατάσταση αυτή επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο στα σχολεία. Οι μαθητές εκλέγουν στο δεκαπενταμελές εκείνον που μιλάει για κατάληψη. Αυτό από μόνο του είναι ένα μήνυμα των μαθητών που ίσως δεν γίνεται αρκετά κατανοητό και για αυτό επαναλαμβάνεται. Βασικό κριτήριο για τη συζήτηση γύρω από μια πιθανή κατάληψη στο σύλλογο είναι οι αιτίες που γεννούν την αντίδραση των μαθητών. Στην ευχέρια του συλλόγου βραχυπρόθεσμα είναι να κατανοήσει τη συμπεριφορά των μαθητών και να προτείνει λύσεις ένταξης ή να «καταστείλει», να απειλήσει και να νουθετήσει. Στο ανοιχτό κλίμα καταβάλεται συλλογική προσπάθεια εκ μέρους των εκπαιδευτικών ώστε να εντοπίζονται απο νωρίς τις αιτίες και να αντιμετωπίζεται έγκαιρα το πρόβλημα στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό. Μερικές από τις αιτίες είναι η πλήξη και η έλλειψη ενδιαφέροντος που αισθάνονται οι μαθητές, πιθανές συγκρούσεις μαθητών-καθηγητών αλλά και θέματα που αφορούν το εκπαιδευτικό σύστημα
Ο δάσκαλος επηρεάζει το παιδί περισσότερο με την ασυνείδητη ευαισθησία του παρά με την συνειδητή συμπεριφορά του6. Έχει παρατηρηθεί ότι τα παιδιά επιτίθενται σε δημοκρατικούς δασκάλους που είναι όμως συναισθηματικά ευάλωτοι παρά σε αυταρχικούς. Τα παιδιά δηλαδή επιτίθενται σε δημοκρατικούς δασκάλους γιατί νιώθουν ότι η δημοκρατική στάση του δασκάλου είναι επιφανειακή επειδή ο ίδιος δεν μπορεί να ελέγξει τα προσωπικά του αδιέξοδα και τις προσωπικές του ανασφάλειες. Ένας δάσκαλος είναι πραγματικά δημοκρατικός όταν «ακούει» και ταυτόχρονα «προσέχει» τους μαθητές του. Η αγωγή δεν στοχεύει στη καταδίκη και απώθηση των επιθυμιών, αλλά στην αναγνώρισή και στην ανάδειξή τους ως επίκεντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Έτσι λοιπόν στην επιθυμία των μαθητών να μην κάνουν μάθημα ή να κάνουν κατάληψη ο εκπαιδευτικός δεν πρέπει να κατηγοριοποιήσει τους μαθητές σε «τεμπέληδες που δεν ενδιαφέρονται για τίποτε» αλλά να αναγνωρίσει το κρυφό αίτημα που βρίσκεται πίσω από την επιθυμία αυτή7.
Οι «αδύναμοι» στο χαρακτήρα μαθητές στο ελληνικό σχολείο αντιμετωπίζονται σε αρκετές περιπτώσεις με αυστηρότητα. Αυτό οφείλεται στο δασκαλοκεντρικό χαρακτήρα του, που προϋποθέτει πειθήνιους μαθητές και δεν μπορεί να λειτουργήσει όταν για παράδειγμα οι μαθητές κάνουν φασαρία. Δεν αφήνει περιθώρια επιλογής στο δάσκαλο από εκείνα της ποινής και της πειθαρχίας. Ο καθηγητής είναι εξ’ ορισμού αυστηρός, ο οποίος κερδίζει το φόβο όχι όμως απαραίτητα το σεβασμό των παιδιών. Έτσι παρατηρείται συχνά το δίπολο αυστηροί καθηγητές από τη μια πλευρά και φοβεροί επαναστάτες μαθητές από την άλλη.
Το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργούν οι εμπλεκόμενοι και ιδιαίτερα οι μαθητές είναι ένα δεύτερο χαρακτηριστικό. Αυτό πρέπει να συνεκτιμηθεί στην απόφαση του συλλόγου. Η σχολική πραγματικότητα εξάλλου δεν αποτελεί το επίκεντρο στη ζωή των μαθητών ή των εκπαιδευτικών. Τα αίτια της απαξίωσης του σχολικού χώρου από τα άμεσα εμπλεκόμενα μέλη (μαθητές, γονείς, εκπαιδευτικούς) πρέπει να αναζητηθούν μέσω μιας διερεύνησης της αποδοχής ή όχι της εκπαιδευτικής πραγματικότητας εκ μέρους των εμπλεκόμενων προσώπων8. Ένα χαρακτηριστικό, που αποτελεί το υλικό πεδίο που πλαισιώνει την ανάπτυξη των αντιθέσεων και των συμπεριφορών9, είναι ο χώρος του σχολείου. Για παράδειγμα αν ο σχολικός χώρος είναι ποιοτικός (καθαρές αίθουσες, εργαστήρια, χώροι υγιεινής), αν έχει την κατάλληλη διαρρύθμιση και αισθητική και αν η χρήση των χώρων γίνεται ανάλογα με τις δυνατότητες μαθητών και εκπαιδευτικών.
Συχνά κάποια σχολεία πέφτουν θύματα εξωσχολικών βανδάλων την περίοδο των καταλήψεων. Κεντρικό ζήτημα στις καταλήψεις είναι η περιφρούρηση των σχολείων, το οποίο σχετίζεται με μια ευρύτερη κουλτούρα και παιδεία υπεράσπισης, προστασίας και διατήρησης κάθε δημόσιου κτηρίου και δημόσιου χώρου. Οι καθηγητές μπορούν να ευαισθητοποιήσουν τα παιδιά γύρω από αυτό το ζήτημα εξηγώντας τους ότι ο χώρος του σχολείου τους ανήκει. Αυτό πρέπει να γίνεται στην πράξη. Μπορούν με ελάχιστα μέσα να δημιουργηθούν χώροι έκφρασης, καλλιτεχνικής δημιουργίας, γυμναστικής και παιχνιδιού για τους μαθητές. Όπως αναφέρθηκε και προηγούμενα μπορούν να δωθούν στους μαθητές εργασίες για την αισθητική αναβάθμιση του σχολείου στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό (με δεντροφύτευση ή καλλιέργεια κήπου). Αλλά και τα ίδια τα σχολεία ως δημόσια κτήρια είναι καταδικασμένα στη φθορά όταν δεν διατίθενται από το υπουργείο οι απαραίτητοι πόροι για τη συντήρησή τους. Χωρίς υλική υποστήριξη γενικότερα το δικαίωμα στην παιδεία ακούγεται σαν φλυαρία.
Όταν η αντίδραση των μαθητών αφορά συνολικά το εκπαιδευτικό σύστημα θα είναι προτιμότερο να υπάρξει ένας ειλικρινής διάλογος με τα παιδιά στη βάση των αιτημάτων τους και αν αυτές μπορούν να ικανοποιηθούν από τους εκπαιδευτικούς. Αν τα αιτήματα μιας κατάληψης αφορούν ζητήματα που υπερβαίνουν εκείνα του σχολείου όπως για παράδειγμα την αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος, τότε ο σύλλογος χρειάζεται τη συνδρομή εκπροσώπων του υπουργείου προκειμένου να ενημερώσει σχετικά με τις αλλαγές αυτές και να γίνει ένας διάλογος με τους μαθητές και τους γονείς τους. Αυτό εξυπηρετεί τόσο το σχολείο και το υπουργείο, όσο και την άμεση δημοκρατία. Οι μαθητές παίρνουν πληροφορίες για τις κινήσεις της νομοθετικής εξουσίας και υποβάλλουν άμεσα τα αιτήματά τους. Συγχρόνως η απ’ευθείας ερμηνεία του υπουργείου διαλύει τις παρεξηγήσεις και τις φήμες που διαδίδονται σκόπιμα γύρω από τα εκπαιδευτικά θέματα και ξεκαθαρίζει τις προθέσεις του. Εξάλλου μια τέτοια κίνηση συμβολικά βοηθά τις ομαλές σχέσεις εφήβων-εξουσίας εφόσον σε πρώτη φάση τους φέρνει σε άμεση επαφή. Η απ’ ευθείας συζήτηση με το μαθητή τονώνει την αυτοπεποίθηση του νέου και τον βοηθά να συμβιώνει χωρίς βία με τους φορείς της εξουσίας. Μαθαίνει να κάνει διάλογο με αυτούς και προετοιμάζεται για τη συμμετοχή του στα θέματα που απασχολούν την κοινωνία ως αυριανός ενεργός πολίτης. Το υπουργείο δείχνει διατεθειμένο να δώσει στο μαθητή κεντρική θέση στην εκπαίδευση. Έτσι αποδείκνυεται έμπρακτα στους μαθητές και τους καθηγητές ότι δεν είναι ένας απρόσωπος οργανισμός γραφειοκρατών με παρωπίδες.

Ποιος θεωρείται έμπειρος καθηγητής Χημείας; Αιτιολογήστε την άποψή σας.
Η εμπειρία είναι μια ιδιαίτερη μορφή γνώσης που πηγάζει από την άμεση εντύπωση. Οποιοδήποτε ερέθισμα καταγράφεται ως προσωπικό βίωμα και εντυπώνεται ως γνώση10. Το σύνολο των εμπειριών αποτελεί την πείρα. Η έννοια της εμπειρίας κατέχει κεντρική θέση στον εμπειριοκριτικισμό και τη θετικιστική θεωρία. Οι θετικιστές με τη λέξη «εμπειρία» εννοούν συνδυασμούς αισθημάτων, εντυπώσεων και διαθέσεων11. Η υλιστική διαλεκτική αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον. Αντιμετωπίζει την εμπειρία ως αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας στην οποία τα ανθρώπινα όντα αλληλεπιδρούν με το αντικείμενο εμπειρικά, διαμέσου των αισθήσεών τους12. Κάθε επιστήμονας μπορεί να ανατρέχει στην εμπειρία που προσφέρει η προηγούμενη γνώση αλλά δεν μπορεί να αρκείται σε αυτό. Στην άποψη αυτή συγκλίνουν και οι φυσικές επιστήμες. Για την εκπλήρωση των επιστημονικών σκοπών τα εμπειρικα δεδομένα πρέπει να ταξινομούνται, να δοκιμάζεται η ορθότητά τους, να συγκρίνονται με καινούρια δεδομένα, να διορθώνονται και να συμπληρώνονται από τη νόηση.
Συμφωνα με τον Dreyfus13 η εμπειρία ενός εκπαιδευτικού έχει 6 στάδια: από την υπακοή στους κανόνες και την περιορισμένη αντίληψη στη διορατικότητα, την αναλυτική σκέψη και την αποτελεσματικότητα. Στα πρώτα χρόνια ο εκπαιδευτικός γνωρίζεται με το αντικείμενό του και αργότερα αυτοματοποιεί τις αντιδράσεις του. Είναι επομένως σημαντικό στην εκπαίδευση ο χημικός κατ’ αρχάς να γνωρίζει τους σκοπούς και τους στόχους του μαθήματος, να κάνει σωστό προγραμματισμό, να οργανώνει, να διεξάγει και να αξιολογεί τη διδασκαλία, να αναθέτει εργασίες ή έρευνα στους μαθητές ανάλογα με τις δυνατότητές τους και γενικότερα να καλλιεργεί πειραματική διάθεση στους μαθητές14. Το θεωρητικό του υπόβαθρο θα τον βοηθήσει στη μεθοδολογία, αλλά η πρακτική εφαρμογή της διδασκαλίας στηρίζεται στο βαθμό κατανόησης της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Ο έμπειρος καθηγητής γνωρίζει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που θα παρουσιάσει ένα θέμα στους μαθητές, τη δυσκολία των θεμάτων, πως μπορεί να διδάξει με τα μέσα που διαθέτει και με ποιές παιδαγωγικές μεθόδους και στρατηγικές προσεγγίζει τα κεφάλαια της χημείας.
Όμως όσο έμπειρος και αν είναι ένας καθηγητής δεν μπορεί να προβλέψει τη συμπεριφορά των μαθητών. Οι εκπαιδευτικές κοινότητες είναι ζωντανοί οργανισμοί και δυναμικά συστήματα τα μέλη των οποίων διαρκώς αλληλεπιδρούν και μεταβάλλονται. Ένα λάθος που μπορεί να γίνει από έμπειρο καθηγητή είναι η κατηγοριοποιήση των μαθητών με βάση την προηγούμενη τριβή του με παιδιά, γεγονός που οδηγεί πολλούς εκπαιδευτικούς στην προκατάληψη και στην αδιαφορία απέναντι στις πρακτικές ανάγκες του μαθητή. Μόνο με το ενδιαφέρον και το σεβασμό στο μαθητή και τις ανάγκες του είναι δυνατό να αναπτυχθεί μια σχέση προσέγγισης. Ο καθηγητής μπορεί να ακούει το μαθητή και να κάνει ειλικρινή διάλογο μαζί του. Τότε μπορεί να μαθαίνει ο ίδιος από τους μαθητές. Κάτι ανάλογο προσφέρει η δια βίου εκπαίδευση των καθηγητών. Ενημερώνει τους εκπαιδευτικούς για τις νέες γνώσεις και τεχνολογίες και πως μπορούν να αξιοποιηθούν στη διδασκαλία, τους παρέχει δυνατότητες μετεκπαίδευσης και γενικότερα προάγει την αίσθηση της συμμετοχής στα σχολικά δρώμενα, ως ενεργά κύτταρα της σχολικής κοινωνίας.
Η εμπειρία συμπεριλαμβάνει και το χρόνο σαν έννοια. Λέγεται συχνά ότι  αποκτιέται με την πάροδο του χρόνου. Μια πιο ακριβής διατύπωση θα ήταν ότι έμπειρος είναι εκείνος που έχει ασχοληθεί με το αντικείμενο, επομένως έχει αφιερώσει αρκετό χρόνο σε αυτό. Όμως δεν είναι προϋπόθεση ο χρόνος, αλλά η αποτελεσματική αξιοποίησή του. Όπως ειπώθηκε με την πάροδο του χρόνου οι κοινωνικές συνθήκες μεταβάλλονται, η γνώση εμπλουτίζεται ή ανανεώνεται και ο ίδιος ο εκπαιδευτικός αλλάζει. Επομένως ο χρόνος από μόνος του δεν είναι αρκετός για να αποκτηθεί η εμπειρία. Γενικότερα δεν μπορεί να υπάρξει ξεκάθαρα χρονικό σημείο από το οποίο και έπειτα θεωρείται ή θεωρεί ο ίδιος τον εαυτό του έμπειρο καθηγητή, εξαιτίας της πολυπλοκότητας της κοινωνίας και των διαρκώς μεταβαλόμενων συνθηκών. Εξάλλου η εμπειρία είναι διαρκής μέχρι το τέλος της ζωής και η «ολοκλήρωση» μέσω της πείρας παρέχει απλώς μια ψευδαίσθηση σταθερότητας στον άνθρωπο.
Συνοψίζοντας, η εμπειρία δεν προέρχεται απλώς από τα υποκειμενικά βιώματα του καθηγητή. Αυτό που θα μπορούσε γενικότερα να ειπωθεί είναι ότι οι καθηγητές μέσα από την αλληλεπίδρασή τους με το σχολικό περιβάλλον αποκομίζουν βιώματα που μπορεί να φανούν χρήσιμα ή όχι ανάλογα με τα χαρακτηριστικά κάθε μαθητή και τις κοινωνικές συνθήκες. Ειδικότερα οι καθηγητές των φυσικών επιστημών που καλούνται συχνά να ερμηνεύσουν αφηρημένες έννοιες και να τις παρουσιάσουν στους μαθητές δεν μπορούν να αρνούνται τη σχετικότητα της γνώσης και να αντανακλούν στους μαθητές έναν απατηλό ιδεαλισμό. Η εμπειρία των καθηγητών χημείας πρέπει να σχετίζεται με προηγούμενες γνώσεις αλλά διαρκώς να εμπλουτίζεται από τα νέα δεδομένα. Τότε ο καθηγητής μπορεί να αποκωδικοποιεί τις εξελίξεις στην επιστήμη και την κοινωνία και να τις συνδυάζει με προηγούμενα αξιώματα ή να ερευνά την ορθότητά τους. Έτσι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις αλληλεπίδρασης με τους μαθητές σε επιστημονική βάση και ο καθηγητής μπορεί να αντλήσει από τους μαθητές, τις πληροφορίες για τη βάση δεδομένων που οικοδομούν την πείρα του.


Βιβλιογραφία
1.  Day, D., Οι άνθρωποι στη σχολική μονάδα. Οι εκπαιδευτικοί. Η Εξέλιξη των Εκπαιδευτικών, Αθήνα: Τυπωθήτω-Δαρδανός (2003)
2. Fullan, M., Change Forces: Probing the Depths of Educational Reform, London: Falmer Press (1993)
3. Σαΐτης, Χ., Η λειτουργία του σχολείου μέσα από τις αποφάσεις του συλλόγου διδασκόντων, Αθήνα: Ατραπός (2001)
4. Teddlie, C., & Reynolds, D., The international handbook of school effectiveness research, London: Routledge (2001).
5. Μπρίνια, Β., Η εισαγωγή της μεθόδου project (βιωματική - επικοινωνιακή διδασκαλία) στη διδασκαλία των οικονομικών επιστημών. Ένας οδηγός εφαρμογής, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός (2007)
6. Bandura, A., Social Learning Theory. General Learning Press (1977)
7. Cifali, M., Imbert, F., Ο Freud και η παιδαγωγική, Αθήνα: Τυπωθήτω (2005)
8.  Γερμανός Δ., O Χώρος ως Παράγοντας της Σχολικής Αποτυχίας στην Ελληνική Εκπαίδευση. Σχολική αποτυχία και κοινωνικός αποκλεισμός, 282-299, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα (1999)
9.  Μακρίδης, Γ., Κοινωνική αποδοχή ή όχι της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Εκπαίδευση και ποιότητα στο ελληνικό σχολείο. Εισηγήσεις διημερίδων. 66-76 (2008)
10.  Ντόκας, Α. Σ., Λεξικό Φιλοσοφικών Όρων Αθήνα: Παπαδημητρίου (1981)
11.  Avenarius, R., H., L., Der menschliche Weltbegriff.  The Philosophical Review, 1, No. 3: 325-27 (1892)
12. Healy, G., Η Επικαιρότητα του Βιβλίου «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός». Υλιστική Διαλεκτική και Πολιτική Επανάσταση, Αθήνα: Παρασκήνιο (2003)
13. Day, D., Οι άνθρωποι στη σχολική μονάδα. Οι εκπαιδευτικοί. Η Εξέλιξη των Εκπαιδευτικών. Αθήνα: Τυπωθήτω-Δαρδανός (2003)
14. Schulman, L. Knowledge and Teaching: Foundations of the New Reform. Harvard Educational Review, 57, Νο. 1: 1-22 (1987)